- καμινεύς
- καμινεύς, ὁ (Α) [καμινεύω]αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμινεύς — furnace worker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινεῦ — καμινεύς furnace worker masc voc sg καμῑνεῦ , καμινώ furnace fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινᾶς — καμινεύς furnace worker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινέων — καμίνη fem gen pl (epic ionic) καμινεύς furnace worker masc gen pl καμινέω̆ν , καμινεύς furnace worker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμινίων — καμινίων, ωνος, ὁ (Α) επιγρ. ο επιστάτης τού καμινιού, τού κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού καμινεύς] … Dictionary of Greek